- μνηστηροφονίαν
- μνηστηροφονίᾱν , μνηστηροφονίαfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταπαύω — Μ σταματώ και εγώ συγχρόνως («τὴν μνηστήροφονίαν ἀνύσας ὁ ποιητής συγκαταπαύει καὶ τὸ βιβλίον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταπαύω «παύω κάτι εντελώς, σταματώ»] … Dictionary of Greek